- μορφόχρους
- μορφόχρους, -ουν και, -οος, -οον (Α)(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ευμορφόχρους) αυτός που έχει ωραίο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό-χρους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek